Page 44 - ES MAG 2018 dig
P. 44
Παρωδία του ποιήατο
Ismene Chimona 5B
του Κ. Π. Καβάφη «Περιένοντα
του βαρβάρου»
«Περιµένοντας
τις διακοπές»
Χρίστος Φαλάς 4Y
Κωνσταντίνος Κοντοζής 4R
- Τι περιένουε στην αυλή βαριεστηένοι;
Είναι οι διακοπέ να φτάσουν σύντοα.
- Γιατί έσα στην τάξη ια τέτοια απραξία;
Τι κάθονται οι αθητέ και δεν αθαίνουν;
Γιατί οι διακοπέ θα φτάσουν σύντοα.
Μια Τι αθήατα θα κάνουν πια οι αθητέ;
Οι διακοπέ σαν έλθουν, θα φύγουν.
- Γιατί ο κώδων τόσο ενωρί ηχεί,
ανανεωµένη αλλά οι αθητέ ει την τάξη δεν εισέρχονται;
Γιατί οι διακοπέ θα φτάσουν σύντοα.
οικογένεια Τι διακοπέ περιένουν πώ και πώ να έρθουν να του
Και οι αθητέ άθηα δε θέλουν να κάουν.
σώσουν από τα βασανιστήρια που περνούν κάθε έρα.
- Γιατί οι δάσκαλοι βγαίνουν έξω και φωνάζουν;
Αναστασία Αβρααµίδη 1G Γιατί οι άριστοι αθητέ δεν σηκώνουν το χέρι του
42 την ερώτηση του καθηγητή να απαντήσουν;
Λένε πω οι άνθρωποι φοβούνται τι ξαφνικέ αλλαγέ στη ζωή του.
εν έχουν και άδικο. Πίστευα ότι θα ήασταν πάντοτε όνο η αά, ο Γιατί οι διακοπέ θα φτάσουν σύντοα.
παπά κι εγώ, έχρι που ια έρα, την ώρα του εσηεριανού, ου Και οι αθητέ ερωτήσει δεν απαντούν.
ανακοίνωσαν πω θα άλλαζαν όλα...
Παρατήρησα πω η αά όλο γελούσε και ο παπά τη έκλεινε το - Γιατί οι αθητέ ε σκυφτά κεφάλια στο σχολείο έρχονται;
άτι. Το συναίσθηα τη χαρά ήταν ζωγραφισένο στα πρόσωπά του Γιατί ο Ιούλη έφτασε και οι διακοπέ δεν ήρθαν.
και τα άτια του έλαπαν όπω τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό. Και ερικοί έφθασαν απ’ τα γραφεία και είπανε
Μάλιστα, ο παπά έτρωγε ασυνήθιστα γρήγορα από τον ενθουσιασό πω διακοπέ δεν υπάρχουν.
του κι η αά είχε ένα αστραφτερό χαόγελο έχρι τα αυτιά. Μετά από
αρκετή ώρα, ο παπά καθάρισε επιτέλου τον λαιό του και είπε: Θερινά αθήατα για προετοιασία των εξετάσεων
«Μαργαρίτα, θα χαρεί να άθει πω η αά σου σύντοα θα φέρει θε να γίνουν.
στον κόσο τη ικρή σου αδελφή!»
Εκείνη ακριβώ τη στιγή, τα άτια ου γούρλωσαν, δάγκωσα τα χείλη Και τώρα τι θα γίνουε χωρί διακοπέ.
ου, ανασήκωσα τα φρύδια ου και το πιρούνι ου εκτοξεύτηκε στον Ίσω η παραλία Μακένζι να’ ναι ια κάποια λύσι.
αέρα. ¡ αποτέλεσα, ακούστηκε ένα εκκωφαντικό ήχο τη στιγή
που έκανε ια ανώαλη προσγείωση στο τραπέζι. Η αά γέλασε.
«Γνωρίζουε πω αυτό ήταν ια απρόσενη είδηση για σένα, αλλά
ξέρουε επίση ότι θα γίνει ια καταπληκτική εγάλη αδελφή!»
Εννέα ήνε αργότερα, ήουν στο σπίτι τη γιαγιά ου. Μου είπε πω
θα πηγαίναε κάπου που ε περίενε ια τεράστια έκπληξη... Αφού
ετοιαστήκαε, πήκαε στο αυτοκίνητο και χαθήκαε πριν προλάβει
να πει «αδελφή». Αργότερα, φτάσαε στο νοσοκοείο. Το κοιτούσα
παραξενεένη και συλλογιζόουν ποια «εγάλη έκπληξη» θα πορούσε
να ε περιένει εκεί...
Προφανώ η γιαγιά το πρόσεξε, γιατί είπε: «Θα πάε σε ένα εστιατόριο
εδώ κοντά.» «Αυτή είναι η εγάλη έκπληξη;» απόρησα. Πριν προλάβω να
κάνω άλλε ερωτήσει, είχαε χαθεί στου ατέλειωτου διαδρόου του
πελώριου νοσοκοείου. Αέτρητε νοσοκόε ε κοιτούσαν ε ένα
πλατύ χαόγελο στα λαπερά του πρόσωπα. Τι συνέβαινε επιτέλου;
Τελικά, η γιαγιά ού έγνεψε να πω σε ένα από τα πολλά δωάτια.
ιστακτικά, πήκα έσα και αντίκρισα πρώτα τον παπά, έπειτα τη
αά και ετά... Την αδελφή ου!
Εκείνη τη στιγή, δεν ξέρω πώ ου ήρθε, αλλά έτρεξα σαν σίφουνα να
την αγκαλιάσω. Τα δάκρυά τη έτρεχαν σαν ποτάι- το ίδιο και τα δικά
ου, αλλά από συγκίνηση. Με κοίταξε γεάτη αγάπη ε τα εκφραστικά,
καστανά τη άτια. Είχε ροδαλά αγουλάκια και λιλιπούτεια δακτυλάκια
στα ικρά τη χεράκια. Με κλώτσησε ετά από λίγο, ωστόσο δεν ε
απασχολούσε αυτό πια. Αργά και σταθερά, ακούπησα το χεράκι τη και
οι γωνιέ των χειλιών τη ξαφνικά γύρισαν προ τα πάνω. Ήταν ια τέλεια,
ικρή αδελφή. Η δικιά ου τέλεια, ικρή αδελφή.
Ismene Chimona 5B